- μυρμηκικός
- η , ό[ν] муравьиный;
μυρμηκικόν οξύ — муравьиная кислота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυρμηκικόν οξύ — муравьиная кислота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυρμηκικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μυρμήγκια 2. φρ. α) «μυρμηκικό οξύ» χημ. το απλούστερο από τα μονοκαρβονικά οξέα, που είναι γνωστό και ως μεθανοϊκό οξύ και που περιέχεται στο σώμα τών μυρμηγκιών και άλλων εντόμων, καθώς και σε μερικά… … Dictionary of Greek
χλωρομυρμηκικός — ή, ό, Ν φρ. «χλωρομυρμηκικό οξύ» χημ. το χλωρανθρακικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + μυρμηκικός*, αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. (acide) chloroformique] … Dictionary of Greek